αγώνιαστος

αγώνιαστος
-η, -ο [γωνιάζω]
(για τοίχους) αυτός που δεν γωνιάστηκε, δεν κατασκευάστηκε δηλ. με ακρίβεια στις γωνίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγώνιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει κανονικές γωνίες, που δε φτιάχτηκε με ακρίβεια: Άφησε αγώνιαστο το πεζούλι της ταράτσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωνίωτος — η, ο [γωνία] αυτός που δεν έχει γωνίες, ο αγώνιαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”